- ανοίγω
- άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο.2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε.3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια.4. ξεδιπλώνω, ξετυλίγω: Του άνοιξα την καρδιά μου.5. κάνω αρχή, καταπιάνομαι με κάτι: Άνοιξε και δεύτερο μαγαζί στην Αθήνα.6. αμτβ., παύω να είμαι κλειστός: Άνοιξε η όρεξη του παιδιού.7. ελευθερώνομαι: Από το μεσημέρι άνοιξε ο δρόμος για την Πάρνηθα.8. σπάζω, διευρύνομαι: Άνοιξε πάλι η πληγή του.9. αρχίζω: Άνοιξαν κάπως οι δουλειές τώρα.10. ξεθωριάζω: Άνοιξε πολύ το χρώμα της μπλούζας σου.11. ανθίζω: Οι αμυγδαλιές άνοιξαν.12. το μέσ., ανοίγομαι, α. αρμενίζω στ' ανοιχτά: Το καράβι είχε ανοιχτεί πια αρκετά. β. ξοδεύω περισσότερα από όσα επιτρέπουν τα οικονομικά μου: Ανοίχτηκε αλογάριαστα σε έξοδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.